μεταφράσει

μεταφράσει
μετάφρασις
paraphrasing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
μεταφράσεϊ , μετάφρασις
paraphrasing
fem dat sg (epic)
μετάφρασις
paraphrasing
fem dat sg (attic ionic)
μεταφράζω
paraphrase
aor subj act 3rd sg (epic)
μεταφράζω
paraphrase
fut ind mid 2nd sg
μεταφράζω
paraphrase
fut ind act 3rd sg
μεταφράζω
paraphrase
aor subj act 3rd sg (epic)
μεταφράζω
paraphrase
fut ind mid 2nd sg
μεταφράζω
paraphrase
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • SINOPE — I. SINOPE Amazonum una, a qua urbi nomen, de qua infra. II. SINOPE colonia et urbs maritima Paphlagoniae, πόλις διαφανεςτάτη τȏυ πόντου, urbs Ponti illustrissima, Strab. l. 12. inter Cytorum ad occasum 100. mill. pasl. et Amisum ad Eurum paulo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • βουλγάτα — (Vulgatus). Η επίσημη λατινική μετάφραση της Αγίας Γραφής από τον άγιο Ιερώνυμο. Από τον 2o αι. μ.Χ. οι Δυτικοί χρησιμοποιούσαν πολλές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής. Επειδή όμως στα πολλά αντίγραφα έγιναν λάθη και οι αντιγραφείς απομακρύνθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η …   Dictionary of Greek

  • Αγαθόνικος, Αχιλλέας — (1832 1892).Νομικός. Διακρίθηκε για το συγγραφικό και το νομικό του έργο και το 1892 ονομάστηκε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Σπουδαιότερα συγγράμματά του είναι: Άρειος Πάγος και οι Εφέται (1884), Εισαγωγή εις την Αθηναίων Πολιτείαν του… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης-Νόβας, Θεμιστοκλής — (Ναύπακτος 1896 – Κέρκυρα 1961). Ποιητής και πεζογράφος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στη Γερμανία. Χρημάτισε νομάρχης στους νομούς Κερκύρας, Ζακύνθου, Λέσβου, Χίου, Αχαΐας, Θεσσαλονίκης, Μαγνησίας και Σάμου, όπως επίσης και …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρου, Άρης — (Λένινγκραντ 1922 – Παρίσι 1978). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή Αριστοτέλη Βασιλειάδη. Γεννήθηκε στη σημερινή Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας από Έλληνα πατέρα και Ρωσίδα, εσθονικής καταγωγής μητέρα. Το 1928 ήρθε με τους… …   Dictionary of Greek

  • Αμμιράλλος ή Αμμιραλλός, Δημήτριος — (Χίος 1656 – ;). Λόγιος. Φοίτησε στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, όπου σπούδασε γραμματική, ρητορική και φιλολογία. Πήγε έπειτα στο Παρίσι όπου σπούδασε ιατρική και βοτανική. Μετά τις σπουδές του στη Γαλλία, ο Α. ασκήθηκε επί εννιά χρόνια σε… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”